- ὑπόβραχυς
- ὑπόβρᾰχυς, εια, υ,A rather short in stature, Phld.Acad.Ind. p.51 M.II in Metric, ὑπόβραχυς (sc. πούς), the foot ¯ ?ὑπόβραχυςX ¯ ¯ ¯ , Diom.p.481 K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόβραχυς — εία, υ, Α 1. ο κάπως κοντός, ο μάλλον χαμηλός στο ανάστημα 2. (μετρ.) το αρσ. ως ουσ. ὁ ὑπόβραχυς·(ενν. πούς) μετρική μονάδα με σχήμα ∪ . [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + βραχύς] … Dictionary of Greek
βραχύς — εία, ύ (AM βραχύς, εῑα, ύ) 1. αυτός που έχει μικρό μήκος ή ύψος, κοντός 2. (για χρόνο) σύντομος 3. «βραχεία συλλαβή» ή «βραχύ φωνήεν» συλλαβή ή φωνήεν των οποίων η προφορά διαρκεί συντομότερο χρόνο από άλλες συλλαβές ή φωνήεντα αρχ. 1. (για… … Dictionary of Greek